αβανταδόρος

αβανταδόρος
ο (θηλ. -α και -ισσα)
1. αυτός που παίζοντας εικονικά με χρήματα χαρτοπαικτικής λέσχης έχει σκοπό να παρασύρει και άλλους στο παιχνίδι
2. αυτός που αγοράζει εικονικά από μικροπωλητή τού πεζοδρομίου για να προσελκύσει αγοραστές
3. γενικά, όποιος ζει με χρήματα που κερδίζει παρέχοντας βοήθεια σε ύποπτες επιχειρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αβάντα.
ΠΑΡ. αβανταδόρικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αβανταδόρος — αβανταδόρος, ο θηλ. όρα και όρισσα βοηθός σε ύποπτη επιχείρηση: Έκανε τον αβανταδόρο σε δουλειές του ποδαριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβανταδόρικος — η, ο [αβανταδόρος] αυτός που χαρακτηρίζει τον αβανταδόρο ή που ταιριάζει σ’ αυτόν …   Dictionary of Greek

  • αεριτζής — ο (θηλ. ού και ίνα) 1. εκείνος που συμμετέχει σε κερδοσκοπικές επιχειρήσεις χωρίς να διακινδυνεύει προσωπικό κεφάλαιο, εκείνος δηλαδή που αμείβεται με «αέρα» 2. (ειδικότ.) εκείνος που παίζει με «αέρα» (προσυμφωνημένη αμοιβή ή ποσοστά επί τών… …   Dictionary of Greek

  • γκαφαδόρος — ο αυτός που κάνει γκάφες. [ΕΤΥΜΟΛ. < γκάφα + παραγωγική κατάληξη δόρος (πρβλ. αμακαδόρος, αβανταδόρος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”